- νομεύω
- νομεύω (ΑΜ, Μ και [ἀ]νομεύ[γ]ω) [νομεύς]διευθύνω, κυβερνώ, διοικώ, έχω υπό τον έλεγχό μου, εξουσιάζω («ὅσα χωρία... νὰ τὰ ἔχῃ καὶ νομεύεται τῆς Βενετίας ὁ δούκας», Χρον. Μoρ.)μσν.1. μεταβιβάζω σε κάποιον την κυριότητα ενός πράγματος ή παρέχω σε κάποιον το δικαίωμα κατοχής και επικαρπίας ενός πράγματος2. κρατώ κάτι στα χέρια μου3. οικειοποιούμαι κάτι4. ενεργώ, διαπράττω5. (ενεργ. και μέσ.) α) έχω κάτι στην κυριότητά μουβ) (για δικαστική αρχή) κάνω κατάσχεση6. μέσ. νομεύομαι(για ζώα) βόσκωαρχ.1. (για ποιμένα) οδηγώ ποίμνιο στη βοσκή2. είμαι βοσκός, βόσκω κοπάδι3. (σχετικά με όχημα) οδηγώ, διευθύνω4. φρ. «νομοὺς νομεύω» — παρασκευάζω ή βρίσκω βοσκοτόπια.
Dictionary of Greek. 2013.